παραβλητεος

παραβλητεος
    παραβλητέος
    3
    adj. verb. к παραβάλλω См. παραβαλλω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παραβλητεος" в других словарях:

  • παραβλητέος — to be compared masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλητέος — α, ον, Α 1. αυτός που πρέπει να παραβληθεί, να συγκριθεί με άλλον 2. (το ουδ.) παραβλητέον α) πρέπει κανείς να παραβάλει, να συγκρίνει β) πρέπει κανείς να βάλει μπροστά σε κάποιον, πρέπει να δώσει («παραβλητέον βοϊ τροφήν», Γεωπ.) …   Dictionary of Greek

  • παραβλητέα — παραβλητέος to be compared neut nom/voc/acc pl παραβλητέᾱ , παραβλητέος to be compared fem nom/voc/acc dual παραβλητέᾱ , παραβλητέος to be compared fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλητέον — παραβλητέος to be compared masc acc sg παραβλητέος to be compared neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»